αναμηρυκαστικός

αναμηρυκαστικός
-ή, -ό
αυτός που αναμηρυκάζει, ο μηρυκαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναμηρυκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναμηρυκάζω — 1. (για μηρυκαστικά ζώα) αναμασώ την τροφή, αναχαράζω 2. (για τα λόγια) επαναλαμβάνω τα ίδια, αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + μηρυκάζω. ΠΑΡ. αναμηρυκασμός, αναμηρυκαστικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”